μαγνητοστατική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαγνητοστατική | ||
γενική | της | μαγνητοστατικής | ||
αιτιατική | τη | μαγνητοστατική | ||
κλητική | μαγνητοστατική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγνητοστατική < μαγνήτ(ης) + -ο- + στατική, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική magnetostatics
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγνητοστατική θηλυκό
- (φυσική) κλάδος της Φυσικής (αντίστοιχος της Ηλεκτροστατικής) και τμήμα του Μαγνητισμού το οποίο ασχολείται με τα μόνιμα μαγνητικά πεδία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγνητοστατική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαγνητοστατική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μαγνητοστατικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)