μετοχέτευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετοχέτευση | οι | μετοχετεύσεις |
γενική | της | μετοχέτευσης* | των | μετοχετεύσεων |
αιτιατική | τη | μετοχέτευση | τις | μετοχετεύσεις |
κλητική | μετοχέτευση | μετοχετεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετοχετεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετοχέτευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετοχέτευσις. Συγχρονικά αναλύεται σε (μετ-) μετοχετεύ(ω} + -ση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.toˈçe.tef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐το‐χέ‐τευ‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετοχέτευση θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποχέτευση
- διοχέτευση
- μετοχετεύω
- παροχέτευση
- → και δείτε τη λέξη οχετός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετοχέτευση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)