μεφιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεφιτικός < γαλλική méphitique
Επίθετο
[επεξεργασία]μεφιτικός
- που αποπνέει μια δυσάρεστη μυρωδιά
- που προκαλεί αποστροφή
- δηλητηριώδης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεφιτικός