μια χαρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
μια χαρά
- (επιρρηματική έκφραση) συνώνυμο του πολύ καλά, περίφημα
- ↪ το ξενοδοχείο δεν είχε πολλές ανέσεις, αλλά περάσαμε μια χαρά κατά τη διαμονή μας εκεί
Έκφραση[επεξεργασία]
μια χαρά (επιθετική έκφραση)
- που είναι καλός ή πολύ καλός όσον αφορά την εμφάνιση, το χαρακτήρα, την ποιότητα κ.ο.κ.
- ↪ γνωρίσαμε και την κόρη τους, που είναι μια χαρά κοπέλα
- ↪ είναι μια χαρά σκυλί
- ↪ το αυτοκίνητο που αγόρασε είναι μια χαρά για τα χρήματα που του κόστισε
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- χαρά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας