μονοπυρήνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονοπυρήνωση | οι | μονοπυρηνώσεις |
γενική | της | μονοπυρήνωσης | των | μονοπυρηνώσεων |
αιτιατική | τη | μονοπυρήνωση | τις | μονοπυρηνώσεις |
κλητική | μονοπυρήνωση | μονοπυρηνώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοπυρήνωση < μονο- + πυρήνας + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mononucleosis)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοπυρήνωση θηλυκό
- (ιατρική) ιογενής λοίμωξη που χαρακτηρίζεται από υπερβολική κόπωση, υψηλό πυρετό και πρησμένους λεμφαδένες (ενίοτε προκαλείται από τον ιό Έπσταϊν Μπαρ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μονοπύρηνος
- → δείτε τις λέξεις μονός και πυρήνας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοπυρήνωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)