μπουγιουρντί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπουγιουρντί | τα | μπουγιουρντιά |
γενική | του | μπουγιουρντιού | των | μπουγιουρντιών |
αιτιατική | το | μπουγιουρντί | τα | μπουγιουρντιά |
κλητική | μπουγιουρντί | μπουγιουρντιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουγιουρντί < (άμεσο δάνειο) τουρκική buyruk, εντολή, διαταγή
- ή από την λέξη buyrultu, απόφαση, διαταγή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουγιουρντί ουδέτερο
- (παρωχημένο) επίσημο έγγραφο κάποιας αρχής που φέρνει δυσάρεστες ειδήσεις ή διαταγές
- (γαστρονομία) είδος παραδοσιακής συνταγής, από φέτα τυρί, ντομάτα, πιπεριά καυτερή, ρίγανη, λάδι, ανακατεύοντας όλα τα υλικά ψήνεται στο σαγανάκι
- (μεταφορικά) επίπληξη προς κάποιον
- (μεταφορικά) ο υπερβολικά φουσκωμένος λογαριασμός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)