μπόγιας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπόγιας | οι | μπόγιες |
γενική | του | μπόγια | — | |
αιτιατική | τον | μπόγια | τους | μπόγιες |
κλητική | μπόγια | μπόγιες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπόγιας < (άμεσο δάνειο) ιταλική boia < λατινική boia < αρχαία ελληνική βοεία (αντιδάνειο) < βόειος < βοῦς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπόγιας αρσενικό
- (παρωχημένο, κυριολεκτικά) ο δήμιος
- (επάγγελμα) αυτός που μαζεύει τα αδέσποτα σκυλιά
- (μεταφορικά) ο κακός και σκληρόκαρδος άνθρωπος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη βόδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)