νευροχειρουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νευροχειρουργός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική neurochirurgien < αρχαία ελληνική νεῦρον (νευρο-) + → δείτε chirurgie (χειρουργία) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ne.vɾo.çi.ɾuɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νευ‐ρο‐χει‐ρουρ‐γός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νευροχειρουργός αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργός ειδικευμένος στη νευροχειρουργική
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις νεύρο και χειρουργός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νευροχειρουργός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νευροχειρουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νευρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)