νοσοκόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοσοκόμος < ελληνιστική κοινή νοσοκόμος < αρχαία ελληνική νόσος + κομέω, νοσο- + -κόμος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /no.soˈko.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐σο‐κό‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοσοκόμος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & νοσοκόμα)
- (ιατρική, επάγγελμα) που επαγγελματικά φροντίζει και περιποιείται τους αρρώστους (σε νοσοκομείο ή αλλού), βοηθάει τους γιατρούς κ.λπ.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (για τα θηλυκά) αδερφή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αρχινοσοκόμα
- αρχινοσοκόμος
- νοσοκόμα
- νοσοκομειακό
- νοσοκομειακός
- νοσοκομείο
- → και δείτε τις λέξεις νόσος και -κόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νοσο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κόμος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)