αρχινοσοκόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχινοσοκόμος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: & αρχινοσοκόμα)
αρχινοσοκόμος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: & αρχινοσοκόμα)