ντεκαποτάμπλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντεκαποτάμπλ < γαλλική décapotable
Επίθετο
[επεξεργασία]ντεκαποτάμπλ άκλιτο
- (για αυτοκίνητο) με πτυσσόμενη οροφή (κουκούλα)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντεκαποτάμπλ