ντρεσάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντρεσάζ < γαλλική dressage < dresser +‎ -age < δημώδης λατινική *dīrectio < λατινική directus < dirigo < rego / rex

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντρεσάζ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]