ξενών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξενών: σχηματισμός ενικού αριθμού < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξενῶνες (πληθυντικός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξενών αρσενικό

  • ίδρυμα φροντίδας φτωχών, αρρώστων

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ξενών οἱ ξενῶνες
      γενική τοῦ ξενῶνος τῶν ξενώνων
      δοτική τῷ ξενῶν τοῖς ξενῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ξενῶν τοὺς ξενῶνᾰς
     κλητική ! ξενών ξενῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ξενῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ξενώνοιν
Μαρτυρείται στον πληθυντικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
*ξενών: στον πληθυντικό: ξενῶνες < ξέν(ος) + κατάληξη ουσιαστικού
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ξενών νέα ελληνικά: ξενώνας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

*ξενών αρσενικό (μαρτυρείται στον πληθυντικό ξενῶνες)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ξένος