ολισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ολισμός | οι | ολισμοί |
γενική | του | ολισμού | των | ολισμών |
αιτιατική | τον | ολισμό | τους | ολισμούς |
κλητική | ολισμέ | ολισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Holismus < αρχαία ελληνική ὅλος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ολισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεωρία (και η αντίστοιχη πρακτική) που δίνει προτεραιότητα στο όλον σε σχέση με το μέρος και πιστεύει πως το όλον είναι αξιολογικά ανώτερο σε σχέση με το άθροισμα των επιμέρους. Η θεωρία υποστηρίζει ότι τα μέρη ενός συνόλου αλληλοσυνδέονται με τέτοιο τρόπο που η προσέγγιση, κατανόηση και ερμηνεία τους είναι δυνατές μόνο μέσω της αναφοράς στο σύνολο (στο όλον).
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)