ολιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.li.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λι‐στι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιστικός, -ή, -ό
- (γενικότερα, φιλοσοφία) που σχετίζεται με τον ολισμό
- (ειδικότερα, ιατρική) ολιστική ιατρική: που σχετίζεται με τη θεώρηση σύμφωνα με την οποία η θεραπεία της ασθένειας ενός ατόμου και, συνεπώς, η διατήρηση της σωματικής υγείας ευρύτερα, πρέπει να επιτυγχάνεται λαμβάνοντας υπόψη ψυχικούς και κοινωνικούς παράγοντες που σχετίζονται με το άτομο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιστικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ολιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)