οπάκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]οπάκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική opaque
Επίθετο
[επεξεργασία]οπάκ άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπάκ
|
οπάκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική opaque
οπάκ άκλιτο
|