ορθοπεταλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορθοπεταλιά | οι | ορθοπεταλιές |
γενική | της | ορθοπεταλιάς | των | ορθοπεταλιών |
αιτιατική | την | ορθοπεταλιά | τις | ορθοπεταλιές |
κλητική | ορθοπεταλιά | ορθοπεταλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθοπεταλιά θηλυκό
- (αθλητισμός) τεχνική στην ποδηλασία κατά την οποία ο ποδηλάτης είναι όρθιος στο ένα πόδι στο πετάλι που στηρίζεται κάθε φορά ώστε, στη δύναμη που εφαρμόζει σε αυτό ποδηλατώντας, να προσθέτει σχεδόν όλο του το βάρος ούτως ώστε αυτή να μεγιστοποιείται
- ανέβηκε την ανηφόρα με ορθοπεταλιά
- και οι δύο αναβάτες τα τελευταία μέτρα πριν τον τερματισμό τα κάνουν με ορθοπεταλιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθοπεταλιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)