πεταλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεταλιά | οι | πεταλιές |
γενική | της | πεταλιάς | των | πεταλιών |
αιτιατική | την | πεταλιά | τις | πεταλιές |
κλητική | πεταλιά | πεταλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεταλιά θηλυκό
- η κυκλική κίνηση του ποδιού πάνω σε πετάλι ποδηλάτου, μοτοποδηλάτου, ή θαλάσσιου ποδηλάτου
- Μια πεταλιά για τη ζωή, μια ανάσα για τη γη. (*)
- η ίδια κίνηση του ποδιού σε γυμναστική άσκηση
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεταλιά θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουσιαστικό 2
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)