πάση δυνάμει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάση δυνάμει < (καθαρεύουσα ) πάσῃ δυνάμει (δοτική ενικού του πᾶσα δύναμις) → δείτε τις λέξεις πάσα και δύναμη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
πάση δυνάμει (λόγιο)
- με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις, με κάθε δυνατό τρόπο
- (ναυτικός όρος) με όλη την ισχύ των μηχανών
- ↪ πρόσω ολοταχώς πάση δυνάμει.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάση δυνάμει
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)