παλαμίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαμίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παλαμίδα < ελληνιστική κοινή παλαμίς < αρχαία ελληνική πηλαμύς[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.laˈmi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λα‐μί‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλαμίδα θηλυκό
- (ψάρι) είδος πελαγικού ψαριού (επιστημονική ονομασία: Sarda sarda) του γένους Sarda και της οικογένειας των Σκομβρίδων, με υδροδυναμικό και ατρακτοειδές σώμα. Το μήκος της φτάνει τα 90 εκατοστά και το μέγιστο βάρος της τα 11 κιλά.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- παλαμίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαμίδα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παλαμίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)