παπουτσοσυκέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παπουτσοσυκέα < μεσαιωνική ελληνική παπούτσα + συκέα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παπουτσοσυκέα ουδέτερο (κυπριακά)

Συγγενικά

[επεξεργασία]