πεδίο σπουδών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεδίο σπουδών | τα | πεδία σπουδών |
γενική | του | πεδίου σπουδών | των | πεδίων σπουδών |
αιτιατική | το | πεδίο σπουδών | τα | πεδία σπουδών |
κλητική | πεδίο σπουδών | πεδία σπουδών | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /peˈði.o spuˈðon/
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]πεδίο σπουδών ουδέτερο
- (εκπαίδευση) το αντικείμενο μελέτης, σπουδής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεδίο σπουδών
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)