discipline
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈdɪ.sə.plɪn/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
discipline | disciplines |
discipline (en)
- (μη μετρήσιμο) η πειθαρχία, η υπακοή σε κάποιες αρχές, κανόνες, νόμους ή στις διαταγές κάποιου ιεραρχικά ανώτερου
- ↪ Discipline is an important element in a school.
- Η πειθαρχία είναι σημαντικό στοιχείο σ' ένα σχολείο.
- ↪ Discipline is an important element in a school.
- ο επιστημονικός κλάδος
- ↪ Linguistics is a new discipline.
- Η γλωσσολογία είναι νέος επιστημονικός κλάδος.
- ↪ Linguistics is a new discipline.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | discipline |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disciplines |
αόριστος | disciplined |
παθητική μετοχή | disciplined |
ενεργητική μετοχή | disciplining |
discipline (en)
- τιμωρώ κάποιον για κάτι που έχει κάνει
- πειθαρχώ, διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω κάποιον, ειδικά ένα παιδί, να υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες και να ελέγχει τη συμπεριφορά του
- ↪ She disciplined the children.
- Πειθάρχησε τα παιδιά.
- ↪ A duty of the teacher is to discipline the young.
- Καθήκον του δασκάλου είναι να διαπαιδαγωγεί τους νέους.
- ↪ She disciplined the children.
- αυτοπειθαρχώ
- ↪ Children, through team sports, learn to discipline themselves, something which increases their self-confidence and self-awareness.
- Τα παιδιά μέσα από τα ομαδικά σπορ μαθαίνουν να αυτοπειθαρχούν, κάτι που αυξάνει την αυτοπεποίθηση και την αυτογνωσία τους.
- ↪ Children, through team sports, learn to discipline themselves, something which increases their self-confidence and self-awareness.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- discipline < λατινική disciplina
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /di.si.plin/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
discipline | disciplines |
discipline (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη discipliner
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)