περούκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περούκα οι περούκες
      γενική της περούκας των περουκών
    αιτιατική την περούκα τις περούκες
     κλητική περούκα περούκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Περούκες διαφόρων χρωμάτων

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περούκα < (άμεσο δάνειο) βενετική peruca < ιταλική parrucca < *pilucca < λατινική pilus (κόμη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pil- (τρίχα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peˈɾu.ka/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περούκα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]