ποστίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποστίς < (άμεσο δάνειο) γαλλική postiche < ιταλική posticcio < λατινική appositus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος appono < pono (βάζω, θέτω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποστίς ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]