προκαρυωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προκαρυωτικός < προ- + κάρυο + -ωτικός (< -ώνω + -ικός) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
προκαρυωτικός, -ή, -ό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- ευκαρυωτικός, οργανισμός αποτελούμενος από κύτταρα που έχουν σχηματισμένο πυρήνα
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη κάρυο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- προκαρυωτικός οργανισμός: μονοκύτταρος οργανισμός με κύτταρα χωρίς μεμβρανικό πυρήνα (είναι κυρίως τα βακτήρια, τα οποία συμπεριλαμβάνουν και τα κυανοφύκη, τους ακτινομύκητες και το μυκόπλασμα).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προκαρυωτικός