προπαραγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπαραγωγικός < προ- + παραγωγικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προπαραγωγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το χρονικό διάστημα και τις διαδικασίες που προηγούνται της παραγωγής ενός προϊόντος ή αναφέρεται σ’ αυτά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπαραγωγικός
|