προστάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προστάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προστάτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προστάτης αρσενικό (θηλυκό: προστάτρια, προστάτιδα, προστάτισσα, λόγιο: προστάτις)
- αυτός που προστατεύει κάποιον ή κάτι
- ↪ ο Άγιος Νικόλαος είναι προστάτης των ναυτικών
- (κόσμια) ο νταβατζής
- δεν χρειαζόμαστε προστάτες
- (βιολογία) ο αδένας που ανήκει στο ανδρικό γεννητικό σύστημα
- έκανε τελικά εγχείρηση προστάτη;
Συγγενικά
[επεξεργασία]- προστασία & σύνθετα
- προστατεύω & συγγενικά
- προστατεκτομή
- προστάτιδα
- προστατίτιδα
- προστατοκήλη
- προστατόρροια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- προστάτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που προστατεύει
αδένας των αρσενικών
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
προστᾰτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | προστάτης | οἱ | προστάται | |
γενική | τοῦ | προστάτου | τῶν | προστατῶν | |
δοτική | τῷ | προστάτῃ | τοῖς | προστάταις | |
αιτιατική | τὸν | προστάτην | τοὺς | προστάτᾱς | |
κλητική ὦ! | προστάτᾰ | προστάται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προστάτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | προστάταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προστάτης αρσενικό
- ηγέτης
- ※ 4ος/3ος αιώνας πΚΕ - Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Γ (X.Mem.3.4.6)
- λέγεις σύ, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὡς τοῦ αὐτοῦ ἀνδρός ἐστι χορηγεῖν τε καλῶς καὶ στρατηγεῖν; λέγω ἔγωγ᾽, ἔφη, ὡς, ὅτου ἄν τις προστατεύῃ, ἐὰν γιγνώσκῃ τε ὧν δεῖ καὶ ταῦτα πορίζεσθαι δύνηται, ἀγαθὸς ἂν εἴη προστάτης, εἴτε χοροῦ εἴτε οἴκου εἴτε πόλεως εἴτε στρατεύματος προστατεύοι.
- → λείπει η μετάφραση
- αυτός που στέκεται μπροστά από τους άλλους
- ο αρχηγός (πχ ενός κόμματος)
- ο κυβερνήτης
- ο προστάτης, αυτός που προστατεύει
- στην Αρχαία Αθήνα, κάποιος που φρόντιζε για τις νομικές υποθέσεις των μετοίκων
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις πρό και ἵστημι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- προστάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προστάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -της, αρσενικό (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)