προσυμφωνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσυμφωνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσυμφωνῶ, συνηρημένος τύπος του προσυμφωνέω (εναρμονίζω εκ των προτέρων).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + συμφωνώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.siɱ.foˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐συμ‐φω‐νώ
- τονικό παρώνυμο: προσύμφωνο
Ρήμα[επεξεργασία]
προσυμφωνώ, -είς, ..., αόρ.: προσυμφώνησα, παθ.φωνή: προσυμφωνούμαι, π.αόρ.: προσυμφωνήθηκα, μτχ.π.π.: προσυμφωνημένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προσυμφωνημένος (μετοχή)
- προσύμφωνο
→ και δείτε τις λέξεις συμφωνώ και φωνή
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσυμφωνώ | προσυμφωνούσα | θα προσυμφωνώ | να προσυμφωνώ | προσυμφωνώντας | |
β' ενικ. | προσυμφωνείς | προσυμφωνούσες | θα προσυμφωνείς | να προσυμφωνείς | ||
γ' ενικ. | προσυμφωνεί | προσυμφωνούσε | θα προσυμφωνεί | να προσυμφωνεί | ||
α' πληθ. | προσυμφωνούμε | προσυμφωνούσαμε | θα προσυμφωνούμε | να προσυμφωνούμε | ||
β' πληθ. | προσυμφωνείτε | προσυμφωνούσατε | θα προσυμφωνείτε | να προσυμφωνείτε | προσυμφωνείτε | |
γ' πληθ. | προσυμφωνούν(ε) | προσυμφωνούσαν(ε) | θα προσυμφωνούν(ε) | να προσυμφωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσυμφώνησα | θα προσυμφωνήσω | να προσυμφωνήσω | προσυμφωνήσει | ||
β' ενικ. | προσυμφώνησες | θα προσυμφωνήσεις | να προσυμφωνήσεις | προσυμφώνησε | ||
γ' ενικ. | προσυμφώνησε | θα προσυμφωνήσει | να προσυμφωνήσει | |||
α' πληθ. | προσυμφωνήσαμε | θα προσυμφωνήσουμε | να προσυμφωνήσουμε | |||
β' πληθ. | προσυμφωνήσατε | θα προσυμφωνήσετε | να προσυμφωνήσετε | προσυμφωνήστε | ||
γ' πληθ. | προσυμφώνησαν προσυμφωνήσαν(ε) |
θα προσυμφωνήσουν(ε) | να προσυμφωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσυμφωνήσει | είχα προσυμφωνήσει | θα έχω προσυμφωνήσει | να έχω προσυμφωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσυμφωνήσει | είχες προσυμφωνήσει | θα έχεις προσυμφωνήσει | να έχεις προσυμφωνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσυμφωνήσει | είχε προσυμφωνήσει | θα έχει προσυμφωνήσει | να έχει προσυμφωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσυμφωνήσει | είχαμε προσυμφωνήσει | θα έχουμε προσυμφωνήσει | να έχουμε προσυμφωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσυμφωνήσει | είχατε προσυμφωνήσει | θα έχετε προσυμφωνήσει | να έχετε προσυμφωνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσυμφωνήσει | είχαν προσυμφωνήσει | θα έχουν προσυμφωνήσει | να έχουν προσυμφωνήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσυμφωνούμαι | προσυμφωνούμουν | θα προσυμφωνούμαι | να προσυμφωνούμαι | ||
β' ενικ. | προσυμφωνείσαι | προσυμφωνούσουν | θα προσυμφωνείσαι | να προσυμφωνείσαι | ||
γ' ενικ. | προσυμφωνείται | προσυμφωνούνταν | θα προσυμφωνείται | να προσυμφωνείται | ||
α' πληθ. | προσυμφωνούμαστε | προσυμφωνούμασταν προσυμφωνούμαστε |
θα προσυμφωνούμαστε | να προσυμφωνούμαστε | ||
β' πληθ. | προσυμφωνείστε | προσυμφωνούσασταν προσυμφωνούσαστε |
θα προσυμφωνείστε | να προσυμφωνείστε | προσυμφωνείστε | |
γ' πληθ. | προσυμφωνούνται | προσυμφωνούνταν | θα προσυμφωνούνται | να προσυμφωνούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσυμφωνήθηκα | θα προσυμφωνηθώ | να προσυμφωνηθώ | προσυμφωνηθεί | ||
β' ενικ. | προσυμφωνήθηκες | θα προσυμφωνηθείς | να προσυμφωνηθείς | προσυμφωνήσου | ||
γ' ενικ. | προσυμφωνήθηκε | θα προσυμφωνηθεί | να προσυμφωνηθεί | |||
α' πληθ. | προσυμφωνηθήκαμε | θα προσυμφωνηθούμε | να προσυμφωνηθούμε | |||
β' πληθ. | προσυμφωνηθήκατε | θα προσυμφωνηθείτε | να προσυμφωνηθείτε | προσυμφωνηθείτε | ||
γ' πληθ. | προσυμφωνήθηκαν προσυμφωνηθήκαν(ε) |
θα προσυμφωνηθούν(ε) | να προσυμφωνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσυμφωνηθεί | είχα προσυμφωνηθεί | θα έχω προσυμφωνηθεί | να έχω προσυμφωνηθεί | προσυμφωνημένος | |
β' ενικ. | έχεις προσυμφωνηθεί | είχες προσυμφωνηθεί | θα έχεις προσυμφωνηθεί | να έχεις προσυμφωνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσυμφωνηθεί | είχε προσυμφωνηθεί | θα έχει προσυμφωνηθεί | να έχει προσυμφωνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσυμφωνηθεί | είχαμε προσυμφωνηθεί | θα έχουμε προσυμφωνηθεί | να έχουμε προσυμφωνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσυμφωνηθεί | είχατε προσυμφωνηθεί | θα έχετε προσυμφωνηθεί | να έχετε προσυμφωνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσυμφωνηθεί | είχαν προσυμφωνηθεί | θα έχουν προσυμφωνηθεί | να έχουν προσυμφωνηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προσυμφωνημένος - είμαστε, είστε, είναι προσυμφωνημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προσυμφωνημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προσυμφωνημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προσυμφωνημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προσυμφωνημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προσυμφωνημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προσυμφωνημένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσυμφωνώ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ προσυμφωνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)