προσύμφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσύμφωνο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προσύμφωνον < προ- + σύμφωνον (στη σημασία: συμφωνία), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική avant-contrat[1] [2])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈsiɱ.fo.no/
- {{συλλ|προ|σύμ|φω|νο
- τονικό παρώνυμο: προσυμφωνώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσύμφωνο ουδέτερο
- (νομικός όρος) προκαταρκτική συμφωνία όπως αποτυπώνεται σε συμβολαιογραφικό ή άλλο έγγραφο, προάγγελος μελλοντικής οριστικής συμφωνίας / συμφώνου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσύμφωνο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ προσύμφωνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προσύμφωνο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)