πρωτοπόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτοπόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτοπόρος (πρωτοτάξιδος) < αρχαία ελληνική πρῶτος (πρωτο- + πόρος
- για τις μεταφορικές σημασίες:< (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pionnier κατά τη σημασία του πρωτοπορία [1]
- και ουσιαστικοποιημένο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.toˈpo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐πό‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωτοπόρος, -α / -ος, -ο
- που προπορεύεται, που βρίσκεται μπροστά
- που πετυχαίνει σε ό,τι καταπιάνεται και διακρίνεται
- που εφαρμόζει νέες, καινούριες τεχνικές, μεθόδους, γνώσεις ή έχει νέες ιδέες κι οι άλλοι τον ακολουθούν
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πρωτοπορία
- πρωτοποριακά
- πρωτοποριακός
- πρωτοπορώ
- → δείτε τις λέξεις πρώτος, πόρος και περνώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτοπόρος αρσενικό (θηλυκό πρωτοπόρα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πρωτοπόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτοπόρος < αρχαία ελληνική πρῶτος (πρωτο-) + πόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτοπόρος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) πρωτοτάξιδος, που κάνει το πρώτο του ταξίδι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πρωτοπόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'κερδοφόρος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτο- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτο- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)