πρόλοβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόλοβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόλοβος < πρό- + λοβός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₂b- (κρεμώ χαλαρά)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɾo.lo.vos/
- παρώνυμα: πρόβολος, πρόλογος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόλοβος αρσενικό
- (ορνιθολογία) (ζωολογία) τμήμα (θύλακας) στον πεπτικό σωλήνα, κοντά στον οισοφάγο των πτηνών, όπου παραμένει για λίγο η τροφή τους, πριν περάσει στο στομάχι τους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)