πρόλογος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρόλογος | οι | πρόλογοι |
γενική | του | προλόγου & πρόλογου |
των | προλόγων |
αιτιατική | τον | πρόλογο | τους | προλόγους |
κλητική | πρόλογε | πρόλογοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.lo.ɣos/
- παρώνυμο: πρόλοβος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόλογος αρσενικό
- το πρώτο εισαγωγικό τμήμα ενός κειμένου
- ≈ συνώνυμα: προλεγόμενα
- ≠ αντώνυμα: επίλογος
- (θέατρο) ο εισαγωγικός μονόλογος αρχαίας τραγωδίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απρολόγητα / απρολόγιαστα
- απρολόγητος / απρολόγιστος
- προλογίζω / προλογώ
- προλογικά
- προλογικός
- προλογικώς
- προλόγισμα
- προλογισμένος / προλογημένος
- προλογισμός
- → δείτε τις λέξεις προλέγω, προ και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)