πτερυγισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτερυγισμός αρσενικό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πτερυγίζω
- άλλες μορφές: πτερύγισμα, φτερούγισμα
- (ιατρική) αφύσικη ταχυκαρδία
- → δείτε τη λέξη μαρμαρυγή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πτερυγίζω
|
ιατρική
|