πτυχιακή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτυχιακή οι πτυχιακές
      γενική της πτυχιακής των πτυχιακών
    αιτιατική την πτυχιακή τις πτυχιακές
     κλητική πτυχιακή πτυχιακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτυχιακή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πτυχιακός

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

πτυχιακή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πτυχιακή

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]