πτυχιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτυχιακός -ή -ό
- που έχει σχέση με το πτυχίο ή το χρονικό διάστημα και τις διαδικασίες για την απόκτησή του ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) πτυχιακά
- (ουσιαστικοποιημένο) πτυχιακή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεταπτυχιακός
- προπτυχιακός
- πτυχιακά
- πτυχιακή
- → δείτε τη λέξη πτυχίο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ πτυχιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας