ρεσιτάλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεσιτάλ < (άμεσο δάνειο) γαλλική récital < récit + -al < réciter < λατινική recitare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος recito < re- + cito < cieo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱey-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεσιτάλ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) εκτέλεση μουσικής σύνθεσης από έναν μουσικό (ενδεχομένως και με τη συνοδεία κι άλλων μουσικών)
- (μεταφορικά) εξαιρετική εμφάνιση ή ερμηνεία κάποιου (ομάδας, αθλητή, ηθοποιού, κ.λπ.)
- Ήρθε η ώρα μιας ακόμη κωμωδίας του Αλέκου Σακελλάριου. «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», από τις πιο σπαρταριστές κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου, με τον Ντίνο Ηλιόπουλο να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας… (*)
- Nέο ρεσιτάλ υποκρισίας έλαβε χώρα χθες στις Βρυξέλλες, με τους υπουργούς Εσωτερικών και Δικαιοσύνης της Ε.Ε. να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για το συνεχιζόμενο δράμα των προσφύγων, την ίδια στιγμή που τους κλείνουν με κάθε μέσο τον μοναδικό «βαλκανικό διάδρομο» προς τη σωτηρία. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)