ρεφορμισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεφορμισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική réformisme[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεφορμισμός αρσενικό
- η πολιτική ιδεολογία που εντάσσεται στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και πρεσβεύει ότι η κοινωνική αλλαγή επιτυγχάνεται όχι με επανάσταση και βίαιες ρήξεις αλλά με σταδιακές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις του κοινωνικού συστήματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ρεφορμιστής
- ρεφορμιστικά
- ρεφορμιστικός
- ρεφορμίστρια
- → δείτε τη λέξη φόρμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ ρεφορμισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας