σινεμασκόπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σινεμασκόπ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cinémascope < CinemaScope (σήμα κατατεθέν) < cinéma (< αρχαία ελληνική κίνημα) + -scope (< αρχαία ελληνική σκοπέω < σκοπός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ne.maˈskop/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σινεμασκόπ ουδέτερο άκλιτο
- φορμά κινηματογράφησης με αναμορφικούς φακούς και κινηματογραφικής προβολής ευρείας εικόνας (2.66:1), που χρησιμοποιήθηκε από το 1953 ως το 1967
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σινεμασκόπ
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)