σκεπτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκεπτικό | τα | σκεπτικά |
γενική | του | σκεπτικού | των | σκεπτικών |
αιτιατική | το | σκεπτικό | τα | σκεπτικά |
κλητική | σκεπτικό | σκεπτικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκεπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκεπτικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sce.ptiˈko/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκεπτικό ουδέτερο
- η διαδικασία σκέψης που οδηγεί στη λήψη μιας απόφασης, ό,τι την αιτιολογεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σκεπτικό