σταυραδερφός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταυραδερφός αρσενικό και σταυραδελφός
- αυτός που γίνεται αδελφός με κάποιον, με τον οποίο δεν έχει συγγένεια, τελώντας ειδική τελετή κατά την οποία σταυρώνουν / αναμειγνύουν το αίμα τους ή δίνουν όρκους αλληλοϋποστήριξης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταυραδερφός