στηθάγχη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στηθάγχη | οι | στηθάγχες |
γενική | της | στηθάγχης | των | (στηθαγχών) |
αιτιατική | τη | στηθάγχη | τις | στηθάγχες |
κλητική | στηθάγχη | στηθάγχες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στηθάγχη < στήθ(ος) + -άγχη κατά την αρχαία ελληνική συνάγχη, (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική angina pectoris[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στηθάγχη θηλυκό
- (ιατρική) δυνατός πόνος στο στήθος, παροξυσμός θωρακικού πόνου που εντοπίζεται στην προκάρδια περιοχή (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- στηθάγχη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ στηθάγχη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άγχη (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)