στηθοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στηθοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stéthoscope < αρχαία ελληνική στῆθος + σκοπέω / σκοπῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sti.θoˈsko.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στη‐θο‐σκό‐πι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στηθοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική) ιατρικό όργανο με το οποίο μπορούμε να ακροαστούμε τους ήχους της καρδιάς και των πνευμόνων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις στηθοσκοπώ, στήθος και σκοπός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στηθοσκόπιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)