στοιχειοσειρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοιχειοσειρά, θηλυκό
- (πληροφορική) string: βλ. συνώνυμο συμβολοσειρά
στοιχειοσειρά, θηλυκό