συλλογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]συλλογικά < συλλογικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]συλλογικά
- με συλλογικό τρόπο
- οι αποφάσεις λήφθηκαν συλλογικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συλλογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]συλλογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συλλογικό