συλλογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συλλογικός < σύλλογ(ος) + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική collectif)
Επίθετο
[επεξεργασία]συλλογικός
- που αφορά πολλούς ανθρώπους
- Η ομάδα κατάφερε να κερδίσει, χάρη στη συλλογική προσπάθεια των μελών της
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- διασυλλογικός
- συλλογικά
- συλλογικότητα
- → δείτε τις λέξεις σύλλογος, συλλέγω και λέγω