συμπέθερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συμπέθερος | οι | συμπέθεροι |
γενική | του | συμπέθερου & συμπεθέρου |
των | συμπέθερων & συμπεθέρων |
αιτιατική | τον | συμπέθερο | τους | συμπέθερους & συμπεθέρους |
κλητική | συμπέθερε | συμπέθεροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπέθερος < μεσαιωνική ελληνική συμπέθερος < σύν + αρχαία ελληνική πενθερός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /simˈbe.θe.ɾos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπέθερος αρσενικό (θηλυκό: συμπεθέρα)
- ο πεθερός του παιδιού μου
- ο πατέρας του γαμπρού είναι συμπέθερος με τον πατέρα της νύφης
- γενικός όρος για την οικογένεια του/της συζύγου του παιδιού μου και τους συγγενείς εξ αγχιστείας
- το βράδυ έχουμε τραπέζι στους συμπεθέρους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συμπεθέρα
- συμπεθέρεμα
- συμπεθέρια
- συμπεθεριά
- συμπεθεριάζω / συμπεθερεύω
- συμπεθέριασμα
- συμπεθερικός
- συμπεθεριό
- → δείτε τις λέξεις συν και πεθερός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμπέθερος