τέμπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τέμπο < (μεταγραφή) ιταλική tempo < λατινική tempus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tempos < *temp- (τεντώνω, τείνω) ή *temh₂- (κόβω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τέμπο ουδέτερο άκλιτο (και σπανίως, ελληνοποιημένη γενική σε -ου)
- (μουσική) η ταχύτητα εκτέλεσης ενός μουσικού κομματιού ή τραγουδιού
- (κατ’ επέκταση προφορικό) η ταχύτητα, ο αργός ή γρήγορος ρυθμός εκτέλεσης κάποιων ενεργειών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μεταγραμμένοι όροι από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)