τεϊοποσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /te.i.o.poˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ϊ‐ο‐πο‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεϊοποσία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεϊοποσία