τρικέζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρικέζα οι τρικέζες
      γενική της τρικέζας των (τρικεζών)
    αιτιατική την τρικέζα τις τρικέζες
     κλητική τρικέζα τρικέζες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρικέζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική truqueuse + , θηλυκό του truqueur < truquer < truc

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɾiˈce.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρε‐κέ‐ζα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρικέζα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]